Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί φίλοι Λυπάμαι ειλικρινά γιατί οι υποχρεώσεις μου δεν μου επέτρεψαν να βρεθώ σήμερα στην όμορφη Ύδρα -ανταποκρινόμενος στην τιμητική πρόσκληση των οργανωτών τους οποίους θερμά ευχαριστώ- και να βρεθώ σήμερα μαζί σας για να συζητήσουμε για τη σχέση της πολιτικής με την οικολογία και ειδικότερα για την οικολογική διάσταση της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής κληρονομιάς. Η σημερινή ακούσια απουσία μου από το σεμινάριό σας, για τη διεξαγωγή του οποίου εύχομαι κάθε επιτυχία, με στενοχωρεί διπλά γιατί αποτελεί για μένα μια χαμένη ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις για ένα θέμα που με απασχόλησε και με απασχολεί, ως αρχιτέκτονα αρχικά και πολύ περισσότερο αργότερα ως πολιτικό, πολλές δεκαετίες τώρα. Στη διάρκεια της πολιτικής μου διαδρομής, όποιος κι αν ήταν κατά καιρούς ο θεσμικός μου ρόλος, θεώρησα υποχρέωση μου να εργαστώ για την προστασία του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Η υποχρέωση αυτή όσο κι αν είχε την αφετηρία της στην αγάπη μου για την παράδοση και στις μορφές που αυτή με σοφία δημιούργησε, ήταν περισσότερο μια κατασταλαγμένη πολιτική θέση, που απηχεί την ακλόνητη πεποίθησή μου ότι η διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και ο σεβασμός αλλά και η ανάδειξη του φυσικού και του ιστορικά δομημένου περιβάλλοντος είναι πρωταρχικός και αναγκαίος όρος για τη διαρκή και αειφόρο ανάπτυξη κάθε τόπου. Η αντίληψη αυτή ήταν και ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής που σχεδίασε και εφάρμοσε το Υπουργείο Αιγαίου για την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος των νησιών του Αρχιπελάγους, κατά την τετραετία 2000 – 2004. Αυτό ήταν το θέμα για το οποίο θα σας μιλούσα σήμερα. Ελπίζω το κείμενο της ομιλίας μου, όσο κι αν φαίνεται φτωχό αν συγκριθεί με την αξία της ζωντανής επικοινωνίας, να σας διαφωτίσει αρκετά σχετικά με την ιστορία του προβλήματος που αντιμετωπίσαμε -οι συνεργάτες μου κι εγώ- και με τις αρχές και τις δράσεις τις οποίες υιοθετήσαμε για να το αντιμετωπίσουμε. Το δομημένο περιβάλλον των οικισμών του Αιγαίου συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο υψηλά δείγματα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Για αιώνες, με απλά μέσα και υλικά οι κάτοικοι των νησιών, έχοντας βασικό κανόνα την ανθρώπινη κλίμακα, την ηπιότητα και την ταπεινότητα του φυσικού περιβάλλοντος, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια κτιστή κληρονομιά μεγάλης αισθητικής πληρότητας. Η κληρονομιά αυτή, της οποίας η προστασία και η διατήρηση αποτελούσε όχι μόνο πολιτιστικό χρέος αλλά και αναπτυξιακή αναγκαιότητα, κινδύνεψε να αφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες εξ αιτίας κυρίως των σοβαρότατων παρενεργειών μιας ανεξέλεγκτης τουριστικής «ανάπτυξης». Στη διάρκεια της τετραετίας 2000-2004 -την τετραετία κατά την οποία είχα την πολιτική του ευθύνη- το Υπουργείο Αιγαίου με τις δυνατότητες που επέτρεπαν οι συγκεκριμένες αρμοδιότητές του, σχεδίασε και εφάρμοσε μια ολοκληρωμένη πολιτική προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς των νησιών. Η προσπάθεια αυτή υπήρξε δυστυχώς η μόνη μέχρι σήμερα οργανωμένη παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας για την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος στη χώρα μας. Ήταν επίσης μια προσπάθεια πολύ τολμηρή, γιατί ακριβώς ήρθε να καλύψει την καθυστέρηση πολλών δεκαετιών και να αντιμετωπίσει, αν όχι να αλλάξει, τις κατεστημένες πια νοοτροπίες που συνέβαλαν στη διόγκωση του προβλήματος. Όμως το φαινόμενο της καταστροφής του οικιστικού μας περιβάλλοντος έχει ήδη την ιστορία του, γι’ αυτό και πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν η αλλοίωση του πολεοδομικού ιστού των πόλεων και η καταστροφή της φυσιογνωμίας των μικρότερων οικισμών στην Ελλάδα οφείλονται στα ιστορικά γεγονότα (Μικρασιατική καταστροφή, εμφύλιος πόλεμος, εσωτερική μετανάστευση) και στις -πολύ συχνά πιεστικές- κοινωνικές συνθήκες που το κράτος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί, στα νησιά του Αιγαίου το φαινόμενο αυτό από ιστορική άποψη είναι διαφορετικό, αφού εδώ παρουσιάστηκε αργότερα και για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η σημερινή μορφή των οικιστικών συνόλων των νησιών χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Σ’ εκείνα που μέχρι τις αρχές του 1980 υπέστησαν μεγάλη αφαίμαξη του ανθρώπινου δυναμικού τους εξ αιτίας των οικονομικών συνθηκών και του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και σ’ αυτά που γνώρισαν πιο αργούς ρυθμούς εγκατάλειψης και δρομολόγησαν έγκαιρα την τουριστική τους προοπτική. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, η ολοένα αυξανόμενες τάσεις κυριαρχίας του ανθρώπινου παράγοντα ανέτρεψαν τη θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον που με σοφία είχε δημιουργήσει η παράδοση αιώνων και σταδιακά οδήγησαν σε φαινόμενα περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Σε αρκετές περιπτώσεις επικράτησε μια ομοιόμορφη αρχιτεκτονική αντίληψη -το «ψευδο-μοντέρνο» όπως ορθώς ονομάσθηκε- που κατέστρεψε λειτουργικά και αισθητικά αιωνόβιους οικισμούς και εξοβέλισε αντιπροσωπευτικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις, αφού καν δεν χρησιμοποίησε το πολύτιμο δυναμικό των ντόπιων μαστόρων. Το φαινόμενο αυτό έγινε πιο έντονο κατά την τελευταία 25ετία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά σε πολλά νησιά γίνεται ορατή η ζοφερή προοπτική τους, με αφορμή τη φρενίτιδα που επικράτησε για τουριστική εκμετάλλευση και οικοπεδοποίηση του ευαίσθητου χώρου τους. Η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη έφερε πλούτο που επενδύθηκε κατά κύριο λόγο και στην παραγωγή δεύτερης κατοικίας. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύτηκε με εκτεταμένη και άναρχη οικοπεδοποίηση και κακής ποιότητας, χωρίς κανόνες, δόμηση. Στη διαμόρφωση αυτή της κατάστασης είναι μεγάλη η ευθύνη της πολιτείας που απαθής παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Το εξυπηρετούσε η οικοδομική ανάπτυξη γιατί κινούσε την οικονομία, δημιουργούσε θέσεις εργασίας και συντηρούσε την εγχώρια βιοτεχνία - βιομηχανία. Η πολιτεία αλλά και ο πολίτης πίστευαν ότι η απασχόληση στον χώρο του τουρισμού θα αποφέρει υψηλότερο εισόδημα, όπως και πράγματι συνέβη, κάτι που όμως ταυτόχρονα οδήγησε στην εγκατάλειψη του πρωτογενή τομέα. Η σαρωτική επικράτηση των «rooms to let» για αρκετό διάστημα έδωσε την δυνατότητα σε πολλούς νησιώτες να επιβιώσουν και κάποιοι να αποταμιεύσουν προς επένδυση πόρους. Όμως αυτού του είδους η τουριστική ανάπτυξη ήταν βέβαιο ότι μόνο μεσοπρόθεσμα μπορούσε να τους αποφέρει σταθερό συμπληρωματικό εισόδημα. Από την άλλη μεριά η βιομηχανία του τουρισμού, με μονάδες ασύμβατες με τη μικρή κλίμακα των νησιών, βεβαίως κάλυψε μέρος των αναγκών του ανθρώπινου δυναμικού με την απασχόληση που προσέφερε, όμως είχε ως αρνητικό αποτέλεσμα οι νησιώτες να οδηγηθούν στην υπαλληλοποίηση εγκαταλείποντας τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Η αυτάρκεια των αγαθών του πρωτογενή τομέα των νησιών που επί αιώνες υπήρχε, εξοστρακίστηκε. Σήμερα πια για παράδειγμα, τα πάσης φύσεως ζαρζαβατικά εισάγονται, ακόμη και από την Ιταλία. Φθάνουμε έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πια ο οικοδομικός οργασμός αρχίζει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Η λέξη κτήμα, αμπέλι, χωράφι αντικαταστάθηκαν από τη μαγική λέξη «οικόπεδο». Τότε άρχισε και η επέλαση - επιστροφή των νησιωτών που είχαν εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα ως εσωτερικοί μετανάστες -κυρίως κατά τη δεκαετία του ΄60- καθώς και των επιγόνων τους. Ο ρομαντισμός της επιστροφής στην πατρώα γη από τη μία πλευρά και από την άλλη η ανάγκη επένδυσης του όποιου οικονομικού αποθέματος σε μικρο-τουριστικές επιχειρήσεις ή ως επί το πλείστον στην παραθεριστική κατοικία εισοδήματος, οδήγησαν στην ολοκληρωτική αλλοίωση και καταστροφή του ευαίσθητου χώρου των τουριστικών νησιών πρώτης γραμμής και πάνω απ’ όλα της γης με υψηλή γεωργική παραγωγικότητα. Τα νησιά που ήταν σημεία αναφοράς για τη σημαντική αρχιτεκτονική και αισθητική αξία των οικισμών τους οδηγήθηκαν στη μονοσήμαντη ανάπτυξη -με επίκέντρο τον τουρισμό- και υπερέβησαν την οικιστική τους ικανότητα. Σήμερα η καταστροφή του τοπίου που επήλθε στα νησιά της πρώτης τουριστικής γραμμής, είναι δύσκολα αναστρέψιμη. Νησιά όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Πάρος, λόγω του οικοδομικού οργασμού οδηγήθηκαν ήδη σε απαξίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντός τους -και δυστυχώς έπονται η Σύρος, η Νάξος κ.ά.- και κατά συνέπεια χρόνο με το χρόνο θα υποβαθμιστούν ως τουριστικοί προορισμοί. Στην χώρα μας και κυρίως στην μικροκλίμακα των νησιών η μεγάλη απειλή ονομάζεται παραθεριστική κατοικία, δεδομένου ότι οι ρυθμοί οικοδόμησης είναι τρομακτικοί. Η ελεύθερη γη τους γύρω και πέρα από τους οικισμούς ή την ιδιαιτέρου κάλλους παράκτια ζώνη, δεν μειώνεται απλώς αλλά ακόμα χειρότερα, εξαφανίζεται. Μόνο κατά το έτος 1999 εκδόθηκαν στο Αιγαίο 10.464 οικοδομικές άδειες, δηλαδή δημιουργήθηκαν 25 περίπου νέα οικιστικά σύνολα που αντιστοιχούν -για να γίνει αυτό αντιληπτό- σε δέκα νέους Δήμους. Στην δεκαετία που πέρασε, οι λιγοστές πεδινές εκτάσεις υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας που υπήρχαν οικοπεδοποιήθηκαν και οικοδομήθηκαν κατά κανόνα άναρχα «κατά παρέκκλιση», με τη χρήση δηλαδή μιας επαίσχυντης νομικής και πολιτική εφεύρεσης. Στα νησιά υπήρχε πάντα ένα πρόβλημα, το πρόβλημα της λειψυδρίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια κυρίως, αυτή η ανάγκη καλύπτεται με υδροφόρα πλοία. Σήμερα όμως, με οικοπεδοποιημένη τη γεωργική γη, ακόμα και τα αναγκαία προς διατροφή γεωργικά είδη δεν παράγονται όπως επί αιώνες συνέβαινε, αλλά εισάγονται. Καθετί είναι πλέον ακριβότερο στα νησιά. Η όποια ελεύθερη γη δεν καλλιεργείται αφού το επαγγελματικό ενδιαφέρον των νέων στρέφεται ολοένα και περισσότερο στον τουρισμό που τους παρέχει το αναγκαίο προς το ζην εισόδημα. Όμως ποιο θα είναι το τουριστικό προϊόν που θα προσφέρεται σε ένα οικοπεδοποιημένο και αλλοιωμένο οικοσύστημα και άραγε ποιον τουρισμό θα δέχεται; Η χωρίς φραγμό ανάπτυξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού τοπίου και καταλυτικό για εκείνο των νησιών πρώτης τουριστικής ταχύτητας, όπως είναι τα νησιά που ήδη αναφέρθηκαν αλλά και η μεγαλόνησος Κρήτη και πολλά άλλα. Η μαζικοποίηση και η γεωγραφική συγκέντρωση -υπερμεγέθων και ασύμβατων αρχιτεκτονικά- τουριστικών και παραθεριστικών εγκαταστάσεων οδήγησαν σε αστικοποίηση κατ΄αρχήν μεγάλες παράκτιες ζώνες, εξοβελίζοντας την τοπική δόμηση που είχε ως αρχή την ανθρώπινη κλίμακα. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα επίσης, η απαίτηση για «κατανάλωση» της γραφικότητας του τοπίου να οδηγήσει την απαίδευτη ελληνική πολιτεία, μετά το 1974, στη δημιουργία στερεότυπων για το πώς θα πρέπει να είναι ή να «φαίνεται» η εικόνα ενός «παραδοσιακού» οικισμού. Σε πάμπολλους νησιώτικους οικισμούς είναι εμφανής η προσπάθεια επιβολής ξένων προτύπων. Μεγάλης κλίμακας κατασκευές χωρίς καμία προσπάθεια προσαρμογής στο τοπίο με την επίφαση κάποιων ψευδο-παραδοσιακών μορφών -ή πολύ συχνά και χωρίς αυτήν- δημιουργούν μια ισοπεδωτική ομοιομορφία και οδηγούν στην εξαφάνιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των νησιωτικών οικισμών και κατ’ επέκταση της φυσιογνωμίας τους. Η αλλοίωση είναι μεγαλύτερη στα παραθαλάσσια μέτωπα που δέχονται και τις πιέσεις από τη λειτουργία του λιμανιού, καθώς και στα όρια των οικισμών που οικοδομήθηκαν κατά τα νεότερα χρόνια. Η εμμονή στη διατήρηση αυτής της λογικής θα οδηγήσει πολύ γρήγορα στη μόνιμη αισθητική υποβάθμιση του περιβάλλοντος των νησιών. Επιπλέον θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, τις τοπικές κοινωνίες σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό, αφού μηδενίζει τις αναπτυξιακές τους δυνατότητες και καταδικάζει τα νησιά στο υφιστάμενο μοντέλο του μαζικού αλλά χαμηλής ποιότητας και οικονομικής δυνατότητας τουρισμού και υποβαθμίζει την ίδια την ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι έχουν συμφέρον από τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης. Όλο και περισσότεροι είναι, από την άλλη πλευρά, όσοι διατυπώνουν δημόσια την αντίθετη άποψη και αγωνίζονται έμπρακτά για τη θεσμοθέτηση κανόνων που θα αποτρέψουν το μεγαλύτερο κακό. Κατά καιρούς τα δύο αυτά αντιμαχόμενα στρατόπεδα αλληλοχρεώνουν το ένα στο άλλο την ευθύνη για την καταστροφή του τοπίου. Καταγράφεται λοιπόν με καταγγελτικό τρόπο, από τη μία μεριά πλευρά η λογική εκείνων που ήδη οικοδόμησαν και επιθυμούν απλώς να διατηρήσουν αναβαθμισμένο το προνόμιό τους και από την άλλη εκείνων που υποστηρίζουν ότι η διεύρυνση της αυστηρότητας των όρων δόμησης ενθαρρύνει την αυθαιρεσία. Όση αλήθεια και αν υπάρχει στις δύο παραπάνω θέσεις, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι οι συνέπειες αυτής της μη αναστρέψιμης καταστροφής θα είναι πρωτίστως οικονομικές. Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία δεν κατόρθωσε να επιβάλλει ούτε ανελαστικούς ούτε ελαστικούς χωροταξικούς, πολεοδομικούς ή αρχιτεκτονικούς κανόνες, αφήνοντας τα πράγματα στη μοίρα τους και μάλιστα σ’ ένα κράτος όπου οι προληπτικοί και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανύπαρκτοι. Η χωροταξία, ο μεγάλος απών στην χώρα μας εδώ και δεκαετίες, δεν είναι τεχνικός όρος. Είναι όρος οικονομικός, αναπτυξιακός, οικολογικός και βέβαια πριν απ’ όλα πολιτικός. Για τη χωροταξία η ανάπτυξη δεν είναι μονοσήμαντη αλλά σύνθετη έννοια η οποία εμπεριέχει τις παραμέτρους της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου, του τουρισμού, του πολιτισμού και γενικά όλες τις δραστηριότητες της φύσης αλλά και των ανθρώπων. Στο τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, σύμφωνα με τους σημερινούς ρυθμούς οικοδόμησης είναι βέβαιο ότι στα νησιά θα οικοπεδοποιηθεί και θα οικοδομηθεί το σύνολο της ελεύθερης γης τους, όσο έχει σήμερα εναπομείνει . Το κράτος απέτυχε στον βασικό του ρόλο που είναι η σύνταξη πλαισίου κανόνων και δεν επέδειξε την προσήκουσα ευθύνη. Δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια για έναν ειλικρινή συμβιβασμό μεταξύ της απληστίας του όποιου εποικιστή παραθεριστή και του ανυπεράσπιστου τοπίου του Αιγαίου. Αυτή η ευκαιρία ενός έντιμου συμβιβασμού χάθηκε. Το νεοελληνικό κράτος πέτυχε το ακατόρθωτο: συμμάχησε με το βιαστή. Είναι όμως πια ανάγκη να βάλουμε το συμφέρον του τόπου πάνω από το εφήμερο μικροσυμφέρον των ολίγων αλλά και των πολλών. Για τους παραπάνω λόγους είναι επιβεβλημένη η άμεση λήψη μέτρων, που θα αναστρέψουν τις αρνητικές επιπτώσεις που δημιούργησε το υφιστάμενο μοντέλο ανάπτυξης. Αφού συνειδητοποιήσαμε ότι η τουριστική ικανότητα έφθασε, στα πιο ευαίσθητα νησιά, στα ανώτατα όριά της και αφού έχει αποδειχθεί ότι η μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού οδηγεί σε τραγική εξωτερική εξάρτηση των οικονομιών των νησιών, επιβάλλεται πια να γίνει αναστολή της περαιτέρω τουριστικής οικοδόμησης έως ότου ολοκληρωθεί η σύνταξη και η θεσμοθέτηση για το σύνολο του νησιωτικού χώρου -και κατά προέκταση για κάθε νησί- ειδικών χωροταξικών και περιβαλλοντικών μελετών. Η εξαγγελθείσα πρόθεση της ελληνικής πολιτείας να καταργήσει μέχρι το 2007 την εκτός οικισμών δόμηση, θα πρέπει ν’ αρχίσει άμεσα να εφαρμόζεται επειγόντως και κατά προτεραιότητα από τα νησιά. Θα πρέπει επίσης να προστατευθούν άμεσα οι πεδινοί χώροι των νησιών, να κηρυχθούν αδόμητοι και να επιτρέπεται μόνο η γεωργική εκμετάλλευσή τους. Το Υπουργείο Αιγαίου κατά την τετραετία 2000-2004 και μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, που δυστυχώς δεν περιλαμβάνει την χωροθέτηση λειτουργιών και δράσεων, ανέλαβε για την προστασία και ανάδειξη των νησιωτικών οικισμών πρωτοβουλίες σε δύο επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο αφορά τη διασφάλιση υψηλής ποιότητας στις νέες οικοδομικές δραστηριότητες, δηλαδή την παραγωγή νέων κτιρίων ή τις επεμβάσεις σε παλαιά με τρόπο συμβατό με το ιστορικά δομημένο περιβάλλον και με τη μέγιστη προσαρμογή στο τοπίο. Αναγνωρίσαμε ότι τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονται στην έλλειψη εξειδικευμένου θεσμικού πλαισίου προστασίας και στην προβληματική εποπτεία της εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων δόμησης. Πράγματι από τη διερεύνηση του θεσμικού πλαισίου διαπιστώθηκε ότι έως πρόσφατα, σε ένα σχετικά μικρό ποσοστό νησιωτικών οικισμών εφαρμόζονταν προστατευτικές διατάξεις. Είναι προφανές ότι ο πολιτισμικός πλούτος των περιοχών δεν περιορίζεται μόνο στους χαρακτηρισμένους «παραδοσιακούς» οικισμούς. Και ακόμα ότι δεν είναι δυνατόν να διαφυλαχθεί, μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο, η ιδιαιτερότητα και η πολυμορφία που τους χαρακτηρίζει. Στην κατεύθυνση αυτή, προσανατολίσαμε το έργο μας στη σύνταξη ενός θεσμικού πλαισίου προστασίας του τοπίου των νησιών, δια μέσου της κήρυξής τους ως ιδιαιτέρου κάλλους, επιβάλλοντας μορφολογικούς όρους αλλά και περιορισμούς δόμησης. Εκδόθηκαν Διατάγματα προς αυτή την κατεύθυνση για 27 νησιά μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν ξεχωριστά Προεδρικά Διατάγματα για περισσότερες από 50 οικιστικές ενότητες και άλλα τόσα για μικρούς ή μεγάλους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και θεσμοθετήθηκαν μορφολογικοί όροι αλλά και περιορισμοί δόμησης. Τα Διατάγματα βασίστηκαν σε μελέτες που εκπόνησαν για λογαριασμό του Υπουργείου Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όπως το Ε.Μ.Π., το Α.Π.Θ, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Πατρών. Κεντρικό ή καλύτερα κομβικό σημείο αυτών των θεσμικών παρεμβάσεών μας η υπήρξε η κατάργηση των καταστρατηγήσεων και των τεχνασμάτων που δυστυχώς ο τόπος μας και κυρίως ο τεχνικός κόσμος της χώρας μας, δεν φείδεται κόπων να επινοεί. Επιπροσθέτως σε 185 νησίδες ή βραχονησίδες απαγορεύθηκε οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα. Για να εξασφαλίσουμε την ορθή εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και να καταστεί δυνατή η εποπτεία και ο έλεγχος της δόμησης στις ευαίσθητες περιοχές του Αιγαίου, συγκροτήσαμε Τμήματα και Γραφεία Προστασίας του Περιβάλλοντος & της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς στις έδρες των 5 Νομών και των 8 Επαρχείων του Αιγαίου, συνολικά δηλαδή 13 αποκεντρωμένες υπηρεσίες σε αντίστοιχα νησιά, προσλαμβάνοντας με τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ αρχιτέκτονες, περιβαλλοντολόγους και τεχνολόγους οι οποίοι επιλαμβάνονται του ελέγχου των υποβαλλόμενων προς έγκριση οικοδομικών αδειών αλλά και, το πιο ουσιαστικό, θα πραγματοποιούν αυτεπάγγελτα αυτοψίες σε όλα τα στάδια ανέγερσης μιας οικοδομής προκειμένου να προλαμβάνουν «εν τη γενέσει» της την όποια παρανομία. Η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια είχε στόχο όχι τη στείρα μίμηση μορφολογικών στοιχείων αλλά, μέσα από τον εντοπισμό των ιδιαίτερων και διακεκριμένων αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών χαρακτηριστικών κάθε οικισμού ή ομάδας οικισμών, την παραγωγή κτιρίων που θα ακολουθούν το πνεύμα και την ουσία της αρχιτεκτονικής κάθε τόπου. Θεωρώ χρήσιμο, στο σημείο αυτό να παραθέσω στοιχεία ένα απτό παράδειγμα νομοθετικής παρέμβασης για την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος σ΄ ένα συγκεκριμένο οικισμό, για να γίνουν καλύτερα αντιληπτά τα μέτρα που εφαρμόστηκαν. Πρόκειται για το κείμενο ενός Προεδρικού Διατάγματος -από τα 21 συνολικά που δημοσιεύτηκαν- με το οποίο καθορίζονται μορφολογικοί κανόνες δόμησης για τον οικισμό του Αγίου Ευστρατίου, έναν σημαντικό και πολύ όμορφο παραδοσιακό οικισμό που διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτος ως το 1968 οπότε χτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό. Το δικτατορικό καθεστώς όχι μόνο δε φρόντισε να προστατεύσει τον οικισμό, κηρύσσοντας τον διατηρητέο, αλλά τον αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό επιβάλλοντας τη στέγαση των σεισμοπαθών σε νεόκτιστα κτίρια εντελώς ξένα με την αρχιτεκτονική του παράδοση. Η έλλειψη μέτρων προστασίας, είχε ως αποτέλεσμα τα σπίτια που χτυπήθηκαν από το σεισμό να επισκευαστούν ή να ξαναχτιστούν χωρίς μορφολογικούς κανόνες. Αν και με τον τρόπο αυτό ο οικισμός του Αγίου Ευστρατίου αλλοιώθηκε σημαντικά, διατηρεί ωστόσο σε μεγάλο βαθμό αρκετά από τα πρωτογενή παραδοσιακά του χαρακτηριστικά. Το Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία του οικισμού του ιστορικού νησιού, προβλέπει με σαφήνεια τους μορφολογικούς κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται σε κάθε κατασκευαστική διαδικασία, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις ιδιαιτερότητες της τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης αλλά και τις λειτουργικές ανάγκες της σύγχρονης ζωής. Πιο συγκεκριμένα: · Χαρακτηρίζεται παραδοσιακό τμήμα του οικισμού του Αγίου Ευστρατίου. Στο τμήμα αυτό του οικισμού επιβάλλεται η διατήρηση και ανάδειξη των παλαιών κτηρίων και κτισμάτων που διασώζονται και συγκροτούν την πολεοδομική του διάταξη, καθώς και η στερέωση και επισκευή τους χωρίς αλλοιώσεις στα μορφολογικά τους στοιχεία και στην ογκοπλαστική τους διάρθρωση. Ειδικά για τα κατεστραμμένα κτήρια του οικισμού, απαιτείται ο καθαρισμός και η ανασκαφή τους, προκειμένου σε κάθε περίπτωση να αποκαλυφθούν, να οριοθετηθούν, να αποτυπωθούν και να αναδειχθούν οι παλαιοί δρόμοι, οι ελεύθεροι χώροι και οι ιδιοκτησίες. Η τοπογραφική αποτύπωση των περιοχών αυτών αποτελεί βασική προϋπόθεση ανάπλασης του πολεοδομικού ιστού του οικισμού. Για οποιαδήποτε νέα οικοδομική δραστηριότητα επιβάλλεται η πλήρης τοπογραφική αποτύπωση του οικοπέδου και των όμορων ιδιοκτησιών. · Επιβάλλεται η επισκευή και αναστήλωση των ερειπωμένων κτηρίων και κτισμάτων, τα περιγράμματα των οποίων σώζονται ακόμη, βάσει μελετών αποτύπωσης – πρότασης, τεκμηριωμένων από αρχειακό υλικό και επιβάλλεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία των αρχικών κτισμάτων, όπως οι λιθόκτιστοι όγκοι των κτισμάτων, η διάταξη και μορφολόγηση των εξωτερικών ανοιγμάτων, η «καθαρή» ογκοπλαστική τους οργάνωση. Δεν επιτρέπεται η ανέγερση νέων οικοδομών και η κατασκευή προσθηκών στη θέση υφισταμένων παραδοσιακών κτηρίων · Καθορίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης στο παραδοσιακό τμήμα του οικισμού του Αγίου Ευστρατίου ώστε με την τοποθέτηση των νέων κτηρίων στο οικόπεδο να προστατεύονται βασικά σημεία θέας των κοινόχρηστων χώρων, να προστατεύεται κατά το δυνατόν η θέα των όμορων οικοπέδων και να μη παρεμποδίζεται ο φυσικός φωτισμός – αερισμός των χώρων υφισταμένων κτηρίων. · Η διαμόρφωση των όγκων του κτηρίου, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του, ο μέγιστος όγκος του η διάταξή του μέσα στο γήπεδο και τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά πρέπει να εναρμονίζονται με το υπάρχον δομημένο περιβάλλον του οικισμού. Συγκεκριμένα οι κατόψεις των κτιρίων θα πρέπει να είναι ορθογωνικές, παραλληλόγραμμες. Τα κτήρια που προκύπτουν θα πρέπει να έχουν συμπαγείς, παραλληλεπίπεδους «καθαρούς» όγκους χωρίς εσοχές, ή σύνθετες κατόψεις (σπασίματα). Δεν επιτρέπεται η τοποθέτηση του ορόφου σε εσοχή, ή η δημιουργία ημιυπαιθρίων σε οποιαδήποτε πλευρά ρου κτιρίου και η κατασκευή βοηθητικών ισογείων κτισμάτων. Σε όψεις κτηρίων που ξεπερνούν συγκεκριμένο. επιτρέπεται η δημιουργία αρχιτεκτονικής προεξοχής (το παραδοσιακό σαχνισίνι) στο δεύτερο επίπεδο, σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες για τη διατήρηση των επιμέρους χαρακτηριστικών της κατά τα παραδοσιακά πρότυπα που απατώνται στον οικισμό. · Η κάλυψη των κτηρίων επιβάλλεται να γίνεται μόνο με κεραμοσκεπή με επικάλυψη της στέγης με βυζαντινά ή ρωμαϊκά κεραμίδια, χρώματος κόκκινου. Επιβάλλεται κάλυψη με στέγη όλων των υφισταμένων κτηρίων του οικισμού. · Καθορίζεται ο χρωματισμός στις εξωτερικές επιφάνειες των όψεων του που πρέπει να είναι σε τόνους που συναντώνται στις παλαιές οικοδομές του οικισμού και σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. · Καθορίζεται η επιφάνεια των ανοιγμάτων που δεν θα πρέπει να υπερβαίνει συγκεκριμένο ποσοστό της επιφανείας των όψεων στις οποίες αντιστοιχούν, καθώς και το είδος των κουφωμάτων που θα πρέπει να είναι ξύλινα καρφωτά ή με περσίδες και να έχουν ενιαίο χρωματισμό σε συγκεκριμένη απόχρωση. · Το σύνολο των κουφωμάτων του κτηρίου επιβάλλεται να έχει ενιαίο χρωματισμό, και είναι μονόχρωμα στο χρώμα όλων των αποχρώσεων της ώχρας, του γκρίζου, του καφέ ή του πράσινου και στις βασικές αποχρώσεις τους. Επιβάλλεται να βάφονται στο ίδιο χρώμα και τα σιδηρά στοιχεία των κουφωμάτων (μεντεσέδες κ.λ.π.) · Ακολουθούν κανόνες που αναφέρονται στην κατασκευή των μπαλκονιών, τις περιφράξεις των αυλών, τη μορφή που πρέπει να έχουν οι σκάλες και τα υλικά με το οποία πρέπει να κατασκευάζονται, τη θέση των κλιματιστικών, των ηλιακών θερμοσιφώνων, των μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος και άλλων παροχών · Με το Προεδρικό Διάταγμα επιβάλλεται τέλος, η κατασκευή λιθόστρωτων δρόμων καθώς και η επίστρωση με λίθινες πλάκες των δημοσίων χώρων, πλατειών και σκαλοπατιών οι οποίες θα γίνονται με μελέτες εγκεκριμένες από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Αιγαίου. Αν το πρώτο επίπεδο των νομοθετικών πρωτοβουλιών του Υπουργείου Αιγαίου είχε να κάνει με την προστασία των νησιωτικών τοπίων και των οικισμών του Αιγαίου, το δεύτερο επίπεδο αφορούσε στην αποκατάσταση τους από τις ασύμβατες ανθρώπινες κατασκευές. Στα νησιά, ιδιαίτερα σε εκείνα που έχουν έντονη τουριστική ανάπτυξη, παρατηρείται μια προσβλητική δυσαρμονία των ανθρωπογενών παρεμβάσεων προς το περιβάλλον, κυρίως από πάσης φύσεως οικοδομήματα της εικοσαετίας 1960-1980. Η κακή αυτή εικόνα προκαλείται κυρίως από μεγάλους όγκους οικοδομών -ιδιαίτερα τουριστικών μονάδων- λόγω της υπερεκμετάλλευσης στη δόμηση ή λόγω της κακής ογκοπλαστικής και λειτουργικής οργάνωσης των κτιρίων τους. Το Υπουργείο Αιγαίου, ανέλαβε την πρώτη του νομοθετική πρωτοβουλία το 2002, συντάσσοντας και προωθώντας στο Κοινοβούλιο σχέδιο νόμου για την καθιέρωση μέτρων και κινήτρων, με στόχο την αποκατάσταση του προκλητικά αλλοιωμένου τοπίου -με την παροχή κινήτρων σε όσους συμβάλλουν σ’ αυτή την προσπάθεια- τη βελτίωση της ποιότητας ζωής καθώς και των παρεχόμενων υπηρεσιών και τέλος την καλλιέργεια και την εμπέδωση στους συνειδητούς πολίτες μιας κοινωνικής συνείδησης φιλικής προς το περιβάλλον, δρομολογώντας πρακτικές που θα αποτελέσουν οδηγό για το μέλλον. Με το νομοσχέδιο αυτό που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων το Νοέμβριο του 2003 και είναι πλέον νόμος του κράτους, ουσιαστικά δρομολογήθηκε η διαδικασία -όπως ονομάστηκε- της «απόσυρσης κτιρίων» μη συμβατών με την ανθρώπινη κλίμακα και το μέτρο που διακρίνει την αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου ανά τους αιώνες. Με το νόμο αυτό, εισάγεται έτσι για πρώτη φορά, μία νέα πρακτική προστασίας και ανάδειξης του φυσικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των νησιών σύμφωνα με την οποία κάθε κτίριο ή συστάδα κτιρίων αντιμετωπίζεται μεμονωμένα ως ουσιαστικός παράγοντας διαμόρφωσης του ευρύτερου αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος. Η εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων αφορά τις περιοχές αρμοδιότητας του Υπουργείου Αιγαίου, δηλαδή τους κηρυγμένους παραδοσιακούς οικισμούς και τις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Στις ρυθμίσεις αυτές, μπορούν να υπαχθούν κτίρια, που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα τα οποία βρίσκονται σε παραδοσιακούς οικισμούς, σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, σε τόπους χαρακτηρισμένους ιστορικούς, καθώς και εκείνα που βρίσκονται στον αιγιαλό και στην παραλία. Προτεραιότητα, κατ’ επιταγή του νόμου, έχουν τα κτίρια που αλλοιώνουν τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της περιοχής στην οποία βρίσκονται ή δεν εντάσσονται με αρμονία στο προστατευμένο περιβάλλον και στον υφιστάμενο οικιστικό ιστό. Οι παρεμβάσεις που προβλέπονται αφορούν στη μερική ή ολική κατεδάφιση αλλά και στην ανάπλαση κτιρίων, τμημάτων ή στοιχείων τους, με την παροχή κινήτρων στους ιδιοκτήτες. Σύμφωνα με το νόμο, η πρόταση υπαγωγής στις διατάξεις του μπορεί να προέρχεται και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες. Η απόφαση για την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου λαμβάνεται από τον Υπουργό Αιγαίου, ύστερα από γνώμη ειδικής Επιτροπής που διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου και κρίνει τις αναγκαίες μεταβολές που πρέπει να επέλθουν στο κτίριο καθώς και τα οικονομικά κίνητρα που παρέχονται σε κάθε περίπτωση. Συγκεκριμένα, τα κίνητρα που προβλέπονται για την υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου είναι -μεταξύ άλλων- χρηματική αποζημίωση για την ολική ή μερική κατεδάφιση κτιρίου ίση προς την αντικειμενική αξία του, στην οποία συνυπολογίζεται και η αντίστοιχη αξία του οικοπέδου μόνον όταν η κατεδάφιση είναι μερική. Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή άλλο τέλος. Οι δαπάνες κατεδάφισης, ανάπλασης και αναβάθμισης των κτισμάτων θεωρούνται για τις επιχειρήσεις επενδυτικές δαπάνες και παρέχεται γι’ αυτές φορολογική απαλλαγή. Ο νόμος για την «απόσυρση» ήταν μια πολιτική πρωτοβουλία πρωτοπόρα και τολμηρή για την Ελληνική πραγματικότητα, μια πρωτοβουλία όμως αναγκαία που μπορεί να βοηθήσει τις τοπικές κοινωνίες να αναβαθμίσουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και να διασφαλίσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Ήταν απόρροια της βαθιάς πεποίθησης ότι σήμερα πια μπορούμε να αναστρέψουμε την κακή εικόνα -όπου αυτή έχει διαμορφωθεί στο διάβα του χρόνου- και με την επίγνωση ότι αν δεν το πράξουμε τώρα, δύσκολα θα τα καταφέρουμε στο μέλλον. Η πολύ θετική ανταπόκριση που υπήρξε ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι είμαστε πλέον ως κοινωνία ώριμοι να επενδύσουμε στην αναβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Αποδείχτηκε ότι οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες των νησιών μας επιθυμούν την περαιτέρω πρόοδο και ανάπτυξή του τόπου τους, προθυμοποιούμενοι να αγκαλιάσουν και να στηρίξουν κι αυτή την πρωτοβουλία και να συμβάλλουν στην αναστροφή των αρνητικών επιπτώσεων που παρουσιάζει η σημερινή κατάσταση σε πολλά νησιά. Η κατανόηση και η αποδοχή της πολιτικής που ακολουθήσαμε από τις τοπικές κοινωνίες, επιβεβαιώνει την παρήγορη διαπίστωση ότι με τον καιρό έγινε συνείδηση στους νησιώτες ότι η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου τους αποτελεί αναγκαιότητα για τη στήριξη και την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας και προϋπόθεση για ένα καλύτερο αύριο. Η διαπίστωση αυτή με επιτρέπει να ελπίζω ότι η πολιτική του Υπουργείου Αιγαίου από το 2000 ως το 2004 δεν θα παραμείνει μια μεμονωμένη νησίδα φροντίδας για το δομημένο περιβάλλον μέσα στη θάλασσα της κρατικής αδιαφορίας δεκαετιών. Παρ’ ότι τα μηνύματα της περιόδου που διανύουμε δεν μου επιτρέπουν δυστυχώς να αισιοδοξώ, πιστεύω ωστόσο ότι οι ιστορικές συνθήκες και η συνειδητοποίηση του προβλήματος από τους πολίτες θα συντελέσουν ώστε -αργά ή γρήγορα- αυτή η πολιτική να βρει μιμητές. Σας ευχαριστώ.